-
1 περιβολη
ἥ1) одежда, одеяние Plut.π. καὴ ὑποβολή Plat. — одежда и постельные принадлежности
2) объятье(χειρῶν περιβολαί Eur.)
3) оболочка, покровπ. τοῦ ξίφεος Eur. — ножны меча;
περιβολαὴ χθονός Eur. — могила;περιβολαὴ σφραγισμάτων Eur. — печати (на послании);περιβολαὴ σκηνωμάτων Eur. — шатры4) (кольцевая) стена, ограда(ἑπτάπυργοι περιβολαί Eur.)
5) очертание, контур, форма(τοῦ χωρίου Thuc.)
6) размерыοἰκίης μεγάλης π. Her. — обширный дом
7) объем, круг вопросов, совокупность(τοῦ λόγου Isocr.; τῶν πραγμάτων Polyb.)
8) воен. окружение, обход, охват(τέν περιβολέν ποιεῖσθαι Xen.)
9) изгиб, излучина, поворот (sc. τῆς ὁδοῦ Plut.)10) рит. словесная форма, слог, стиль -
2 περιβολή
περιβολ-ή, ἡ,A covering, garment, Pl.Plt. 280b; dress, Phld.Vit.p.36 J., Arr.Epict.3.1.1, Luc.Herm.19 ;π. ἱματίων LXX Si.11.4
; turn of a bandage, Hp.Fract.14 (pl.): in various senses acc. to context, χειρῶν περιβολαί embraces, E.IT 903 ( περιβολαί alone, X.Cyn.7.3, Plu.Rom.8); περιβολαὶ χθονός, i.e. the grave, E.Tr. 389; ἐς σκοτεινὰς π. μεθῶ ξίφος scabbard, Id.Ph. 276 ; ἄτοιχοι π. σκηνωμάτων tents, Id. Ion 1133 ; π. σφραγις μάτων the sealed coverings, Id.Hipp. 864; π. τοῖς σώμασι, of clothes and houses, Diog.Oen.10 ; σαρκῶν π. putting on of flesh, Aret.SD2.6 : abs., of walls round a town,ἑπτάπυργοι π. E.Ph. 1078
; αἱ ἔκτοσθεν π. Luc.Anach.20 ; ἐνιαυσία π. χλαμύδος annual investiture, Phld.Vit.p.27 J.II space enclosed, compass, οἰκίης μεγάλης π. a house of large compass, Hdt.4.79 ; precinct, Jul.Or.7.239c.b extent, degree,π. νοσήματος Hp.Epid.1.9
.2 circumference, circuit,χωρίου.. γωνιώδη π. ἔχοντος Th.8.104
;μείζω τὴν π. ποιεῖσθαι X.Cyr.6.3.30
;κύκλον τινὰ καὶ π. ἕχουσα ὁδός Plu.Luc. 21
.III metaph.,2 ἡ π. παντὸς τοῦ λόγου the compass of the whole matter, scope, Isoc.5.16, cf. 12.244, J.AJ Prooem.2 ;ἡ καθόλου π. τῶν πραγμάτων Plb.16.20.9
.3 Rhet., expansion, amplification, Hermog.Inv.1.5,al.;ἡ π. τῶν λόγων Philostr. VS1.6
; σοφιστικὴ π. ib.1.19.1 ; prolixity, Porph.Plot.21, Longin. ap. eund.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβολή
См. также в других словарях:
πολυτελής — ές, ΝΜΑ αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.) νεοελλ. (κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα … Dictionary of Greek